Ὀλβίας — Ὀλβίᾱς , Ὀλβία the Alps fem acc pl Ὀλβίᾱς , Ὀλβία the Alps fem gen sg (attic doric aeolic) Ὀλβίᾱς , Ὀλβίη fem acc pl Ὀλβίᾱς , Ὀλβίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ολβιανοί — Ὀλβιανοί και Ὀλβαῑοι και Ὀλβηνοί και Ὀλβιακοί καὶ Ὀλβιοπολῑται, οἱ (Α) [Ολβία] οι κάτοικοι τής πόλεως Ολβίας … Dictionary of Greek
Ολβιοπολίται — Ὀλβιοπολῑται, οἱ (Α) οι κάτοικοι τής Ολβίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὀλβία + πολῖται] … Dictionary of Greek
αστακός — I Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, αποικία των Μεγαρέων. Βρισκόταν κοντά στον Βόσπορο, σε παράλια τοποθεσία. Eίχε ονομαστεί έτσι από κάποιον Σπαρτιάτη Αστακό, κατά τον Μέμνονα, ή σύμφωνα με μια μυθολογική εκδοχή, από τον ομώνυμο γιο του Ποσειδώνα… … Dictionary of Greek
ολβιοπολιτικός — ὀλβιοπολιτικός, ή, όν (Α) [Ολβιοπολίται] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ολβιοπολίτας, δηλ. τους κατοίκους τής πόλεως Ολβίας … Dictionary of Greek